διαδοκιμάζω
to test closely
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(διαδοκιμάζω)
LSJ
(διαδοκιμάζω)
Short Defs
(διαδοκιμάζω)
Middle Liddell
(διαδοκιμάζω)
Morphological Data
διαδοκιμάζω
VERB