διαδικέω
contend at law (δια-)
do wrong, injure (δι-)
Dictionaries
LSJ
(διαδικέω1)
LSJ
(διαδικέω2)
Short Defs
(διαδικέω)
Short Defs
(διαδικέω2)
Morphological Data
διαδικέω
VERB