διαδηλέομαι
to do great harm to, tear to pieces
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(διαδηλέομαι)
LSJ
(διαδηλέομαι)
Short Defs
(διαδηλέομαι)
Cunliffe (Lex Entries)
(διαδηλέομαι)
Morphological Data
διαδηλέομαι
VERB