διαγωνίζομαι

to contend, struggle

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διαγωνίζομαι)
LSJ (διαγωνίζομαι)
Anabasis Mather (διαγωνίζομαι)
Short Defs (διαγωνίζομαι)
Lexicon Thucydideum (διαγωνίζομαι)
Middle Liddell (διαγωνίζομαι)

Morphological Data

διαγωνίζομαι VERB
διαγωνίζομαι ADJ
διαγωνίζομαι ADV
διαγωνίζομαι NOUN