δημοπίθηκος

a mob-monkey, charlatan

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (δημοπίθηκος)
LSJ (δημοπίθηκος)
Short Defs (δημοπίθηκος)
Middle Liddell (δημοπίθηκος)

Morphological Data

δημοπίθηκος NOUN