δεσποτικός

of or for a master; inclined to tyranny, despotic

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (δεσποτικός)
LSJ (δεσποτικός)
Short Defs (δεσποτικός)
Middle Liddell (δεσποτικός)

Morphological Data

δεσποτικός ADJ
δεσποτικός ADV