δειδίσκομαι

to meet with outstretched hand, to greet, welcome

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (δειδίσκομαι)
LSJ (δειδίσκομαι)
Short Defs (δειδίσκομαι)
Cunliffe (Lex Entries) (δειδίσκομαι)

Morphological Data

δειδίσκομαι VERB