δαιτροσύνη
the art of carving meat, a helping at table
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(δαιτροσύνη)
LSJ
(δαιτροσύνη)
Short Defs
(δαιτροσύνη)
Cunliffe (Lex Entries)
(δαιτροσύνη)
Middle Liddell
(δαιτροσύνη)
Morphological Data
δαιτροσύνη
NOUN