γυναικοκρατέομαι
to be ruled by women
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(γυναικοκρατέομαι)
LSJ
(γυναικοκρατέομαι)
Short Defs
(γυναικοκρατέομαι)
Morphological Data
γυναικοκρατέομαι
VERB