γεροντοδιδάσκαλος

an old man's master

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (γεροντοδιδάσκαλος)
LSJ (γεροντοδιδάσκαλος)
Short Defs (γεροντοδιδάσκαλος)

Morphological Data

γεροντοδιδάσκαλος NOUN