γελωτοποιέω
to create, make laughter
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(γελωτοποιέω)
LSJ
(γελωτοποιέω)
Short Defs
(γελωτοποιέω)
Middle Liddell
(γελωτοποιέω)
Morphological Data
γελωτοποιέω
VERB
γελωτοποιέω
ADJ