βωμολοχεύομαι

to use low flattery, indulge in ribaldry

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (βωμολοχεύομαι)
LSJ (βωμολοχεύομαι)
Short Defs (βωμολοχεύομαι)
Middle Liddell (βωμολοχεύομαι)

Morphological Data

βωμολοχεύομαι VERB