βδελυρεύομαι

to behave in a brutal manner

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (βδελυρεύομαι)
LSJ (βδελυρεύομαι)
Short Defs (βδελυρεύομαι)
Middle Liddell (βδελυρεύομαι)

Morphological Data

βδελυρεύομαι VERB