αὐτονομέομαι

to live by one's own laws, be independent

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (αὐτονομέομαι)
LSJ (αὐτονομέομαι)
Short Defs (αὐτονομέομαι)
Lexicon Thucydideum (αὐτονομέομαι)
Middle Liddell (αὐτονομέομαι)

Morphological Data

αὐτονομέομαι VERB