αὐτοκασίγνητος
an own brother
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(αὐτοκασίγνητος)
LSJ
(αὐτοκασίγνητος)
Short Defs
(αὐτοκασίγνητος)
Cunliffe (Lex Entries)
(αὐτοκασίγνητος)
Middle Liddell
(αὐτοκασίγνητος)
Morphological Data
αὐτοκασίγνητος
NOUN