αὐτεπιτάκτης
one who rules absolutely
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(αὐτεπιτάκτης)
LSJ
(αὐτεπιτάκτης)
Short Defs
(αὐτεπιτάκτης)
Morphological Data
αὐτεπιτάκτης
NOUN