αὐστηρός
harsh, rough, bitter
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(αὐστηρός)
LSJ
(αὐστηρός)
Short Defs
(αὐστηρός)
Middle Liddell
(αὐστηρός)
Morphological Data
αὐστηρός
ADJ
αὐστηρός
ADV