προεργάζομαι
προεργ-άζομαι, Med. with pf. Pass.,
A). work beforehand, τῷ βαρβάρῳ ; 2.158 work or till beforehand, τῷ σπόρῳ νεόν Oec. 20.3 :—pf. also in pass. sense, to be done before, τὰ προειργασμένα , 2.2.12 , 2.89 8.65 ; ἡ προειργασμένη δόξα glory won before, An. 6.1.21 ; τὸ ὀψώνιον .. τοῦ -ειργασμένου χρόνου OGI 266.8 (Pergam., iii B.C.).