Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπιστιγμή
ἐπιστίζω
ἐπιστίλβω
ἐπίστιον
ἐπίστιος
ἐπίστιχος
ἐπιστοβέω
ἐπιστοιβάζω
ἐπιστοίβασις
ἐπιστοιχειόω
ἐπιστολαγραφεῖον
ἐπιστολαγράφος
ἐπιστολάδην
ἐπιστολαφόρος
ἐπιστολεύς
ἐπιστολή
ἐπιστοληφόρος
ἐπιστολιαφόρος
ἐπιστολίδιον
ἐπιστολικός
ἐπιστολιμαῖος
View word page
ἐπιστολαγραφεῖον
ἐπιστολαγραφεῖον,
A). v. ἐπιστολογραφεῖον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπιστολαγραφεῖον
Headword (normalized):
ἐπιστολαγραφεῖον
Headword (normalized/stripped):
επιστολαγραφειον
IDX:
41038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-41039
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπιστολαγραφεῖον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐπιστολογραφεῖον</span> .</div> </div><br><br>'}